Εὐόδῳ

Εὐόδῳ
Εὔοδος
easy to pass
masc dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ευοδώ — (ΑΜ εὐοδῶ, έω) [εύοδος] 1. (για τρεχούμενο νερό) έχω ελεύθερο δρόμο, εύκολο πέρασμα («τοῡτο [ὕδωρ] εἰσπῑπτον εἰς τὴν ὁδόν, ἧ μὲν ἄν εὐοδῇ, φέρεται κάτω», Δημοσθ.) 2. (για σωματικές εκκρίσεις) ρέω εύκολα 3. (παθ. απρόσ.) εὐοδεῑται υπάρχει ελεύθερη …   Dictionary of Greek

  • εὐοδῶ — εὐοδέω have a free course pres subj act 1st sg (attic epic doric) εὐοδέω have a free course pres ind act 1st sg (attic epic doric) εὐοδόω help on the way pres subj act 1st sg εὐοδόω help on the way pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐόδῳ — εὔοδος easy to pass masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευοδώνω — και ευοδώ και βοδώνω (ΑΜ εὐοδῶ, όω Μ και εὐοδώνω και εὐγοδώνω και βοδώνω και βγοδώνω) νεοελλ. μσν. 1. βάζω κάτι σε καλό δρόμο, το οδηγώ σε αίσιο τέλος, πραγματοποιώ, πετυχαίνω, καταφέρνω κάτι 2. εκτελώ γρήγορα και με επιτυχία κάποια εργασία,… …   Dictionary of Greek

  • κατευοδώνω — και καταυοδώνω (AM κατευοδῶ, όω, Μ και κατευ[γ]οδώνω και καταυ[γ]οδώνω και κατοβοδώνω) κατευθύνω κάποιον σε σωστό δρόμο, σε αίσιο πέρας, παρέχω ευτυχή οδό, πρόοδο νεοελλ. μσν. 1. συνοδεύω με ευχές κάποιον που φεύγει, ξεβγάζω, ξεπροβοδίζω,… …   Dictionary of Greek

  • προβοδώ — άω και προβοδώνω και προβοδίζω, Ν προπέμπω κάποιον που αναχωρεί, ξεβγάνω, κατευοδώνω, ξεπροβοδώ («τής Αρετής τά προβοδά με τον επιστολάρη», δημ. τραγούδι) 2. στέλνω μήνυμα σε κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. προβοδώ < αμάρτυρο αρχ. *προ ευοδῶ (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”